-
1 толковый
толковый 1) (разумный) γνωστικός, έξυπνος; κατανοητός (понятный ) 2) (о словаре) ερμηνευτικός; \толковый словарь το ερμηνευτικό λεξικό* * *2) ( о словаре) ερμηνευτικόςтолко́вый слова́рь — το ερμηνευτικό λεξικό
-
2 толковый
толков||ыйприл Εξυπνος, γνωστικός, κατανοητός:\толковыйое объяснение ἡ λογική ἐξήγηση· \толковыйый человек Εξυπνος ἄνθρωπος· ◊ \толковыйый словарь τό ἐρμηνευτικό λεξικό. -
3 словарь
1. (книга, содержащая перечень слов с толкованиями или переводом на другой язык) το λεξικόтерминологический - ορολογίας/των όρων (π.χ. τεχνικών, ιατρικών κ.λπ.)фразеологический - φρασεολογικό/ιδιωματικό -2. (лексика) το λεξιλόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > словарь
-
4 словарь
-я α.1. λεξικό•энциклопедический εγκυκλοπαιδικό λεξικό•
толковый словарь έρμηνευτικό λεξικό•
русско-греческий словарь ρωσοελ-ληνικό λεξικό.
2. το λεξιλόγιο (το σύνολο των λέξεων που χρησιμοποιείται από κάποιον).